- δυναστικός
- -ή, -ό (AM δυναστικός, -ή, -όν) [δυνάστης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστείανεοελλ.βασιλικόςμσν.βίαιος, καταναγκαστικόςαρχ.αυθαίρετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δυνάστη ή τη δυναστεία: Ο λαός αντέδρασε στη δυναστική του εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναστικώτερον — δυναστικός of adverbial comp δυναστικός of masc acc comp sg δυναστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικῶν — δυναστικός of fem gen pl δυναστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικόν — δυναστικός of masc acc sg δυναστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικαί — δυναστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῖς — δυναστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοί — δυναστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῦ — δυναστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικούς — δυναστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)